- κεντρόσφαιρα
- I
(Βιολ.). Η κυτταροπλασματική μάζα που περικλείει τα κεντριόλια ενός κεντροσώματος. Το τελευταίο διπλασιάζεται κατά τη μίτωση και τα δύο τμήματά του μετακινούνται στους δύο αντίθετους πόλους του διαιρούμενου κυττάρου. Γύρω από την κ. εμφανίζονται νημάτια σε ακτινωτή διάταξη, ο λεγόμενος αστέρας.II(Γεωλ.).Ο κεντρικός πυρήνας της Γης, που ονομάζεται και βαρύσφαιρα. Βλ. λ. βαρύσφαιρα.* * *η1. βιολ. οργανωμένη κυτταροπλασματική μάζα που περιβάλλει το διπλασιασμένο κεντρόσωμα και διαφοροποιείται κοντά στον πυρήνα κατά την έναρξη τής μίτωσης.2. γεωλ. παλαιότερη υποδιαίρεση τής γήινης σφαίρας που αντιστοιχεί στο τμήμα τού εσωτερικού τής Γης το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλή πυκνότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. centrosphere < centro- (< κέντρο[ν]) + -sphere < μσν. αγγλ. spere < μέσ. γαλλ. espere < λατ. sphaera < σφαίρα].
Dictionary of Greek. 2013.